- καπνέλαιο
- Φυτικό έλαιο που λαμβάνεται από την εκχύλιση αλεσμένων σπερμάτων καπνού, στα οποία περιέχεται σε αναλογία 30-45%. Το κ. είναι εδώδιμο και κατατάσσεται στα ξηραινόμενα έλαια. Μία από τις κύριες χρήσεις του είναι στην παρασκευή ελαιοχρωμάτων, αντικαθιστώντας το λινέλαιο. Ονομάζεται επίσης και καπνοσπορέλαιο.
* * *το (AM καπνέλαιον)νεοελλ.το λάδι που λαμβάνεται από τα σπέρματα τού καπνούμσν.-αρχ.ελαιώδης ρητίνη που λαμβανόταν από δέντρααρχ.είδος εύοσμου λαδιού, αλλ. καπνιστόν* έλαιον.
Dictionary of Greek. 2013.